- σιτευτής
- ὁ, Α [σιτεύω]αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτευταί — σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc pl σῑτευταί , σιτευτός fed up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτοῦ — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen sg σῑτευτοῦ , σιτευτός fed up masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτήν — σιτευτής one who feeds up cattle masc acc sg (attic epic ionic) σῑτευτήν , σιτευτός fed up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτῶν — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up fem gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτευτάς — σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc acc pl σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτευτά̱ς , σιτευτός fed up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιστάριος — ὁ, Α ο σιτευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτιστός + κατάλ. άριος (< λατ. arius)] … Dictionary of Greek
σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* … Dictionary of Greek